350.000 ευρώ αποζημίωση σε συγγενείς θύματος του Norman Atlantic
Ο Αρειος Πάγος, έπειτα από 9 χρόνια, επικύρωσε αποζημίωση 380.000 ευρώ στους συγγενείς οδηγού αυτοκινήτου που έχασε τη ζωή του, όταν στις 28 Δεκεμβρίου 2014, λίγο πριν από τις 6 τα ξημερώματα, το πλοίο «Norman Atlantic» έπιασε φωτιά εν πλω, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 11 άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και τρεις Ελληνες.
Το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα και ενώ έπλεε στο στενό του Οτράντο στην Αδριατική θάλασσα, 35 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά της Κέρκυρας ξέσπασε πυρκαγιά από άγνωστη αιτία στο κατάστρωμα των οχημάτων (γκαράζ), η οποία εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το πλοίο.
Στο πλοίο, ιταλικής πλοιοκτησίας και σημαίας, της εταιρείας Visemar di Navigazione SR.l., που ήταν ναυλωμένο από την εταιρεία ΑΝΕΚ Α.Ε., επέβαιναν 483 άτομα, από τα οποία 427 ήταν επιβάτες και 56 μέλη του πληρώματος.
Μετά το σήμα κινδύνου έγινε άμεση κινητοποίηση των παραπλεόντων πλοίων, παρά τις πολύ κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και ξεκίνησε σιγά σιγά η επιχείρηση εκκένωσης του φλεγόμενου πλοίου που κράτησε 36 και πλέον ώρες.
Λίγο μετά τις 2 μ.μ. ξεκίνησε και επιχείρηση διάσωσης με ελικόπτερα. Από τις 10 π.μ. το πλοίο πέρασε στα ιταλικά χωρικά ύδατα και έτσι την ευθύνη και τον συντονισμό της επιχείρησης είχε η Ρώμη, σε συνεργασία με τις ελληνικές Αρχές.
Το πόρισμα των Ιταλών
Σύμφωνα με το πόρισμα των Ιταλών εμπειρογνωμόνων, η τραγωδία ξεκίνησε από τη φόρτωση του πλοίου, καθώς δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ των οχημάτων.
Η εξάπλωση της πυρκαγιάς, σύμφωνα με το πόρισμα, οφείλεται στο ότι υποτιμήθηκαν από το πλήρωμα οι πρώτες ενδείξεις καπνού. Δεν έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες για να μην εισέλθει ο καπνός στο μηχανοστάσιο, ενώ ένας εκ των μηχανικών φέρεται να εγκατέλειψε τον χώρο του χωρίς να ενημερώσει τη γέφυρα του πλοίου. Προβλήματα όμως καταγράφεται ότι υπήρξαν και με την ενεργοποίηση του συστήματος κατάσβεσης drencher στη ζώνη όπου εκδηλώθηκε η φωτιά.
«Χαοτική» περιγράφεται στο πόρισμα η επιχείρηση εκκένωσης του πλοίου, υπογραμμίζοντας ότι όσες σωστικές λέμβοι έμειναν ανέπαφες από τις φλόγες δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως προβλεπόταν.
Ακόμα, οι Ιταλοί εμπειρογνώμονες κάνουν λόγο και για προβλήματα συντονισμού των μελών του πληρώματος, αλλά και καθοδήγησης των επιβατών.
Μετά το καταλάγιασμα του θορύβου από τη φωτιά στο «Norman Atlantic» οι δικαστικές διενέξεις των συγγενών των ανθρώπων που χάθηκαν με την πλοιοκτήτρια εταιρεία οδηγήθηκαν στα δικαστήρια του Πειραιά, αφού προηγουμένως ξεκαθαρίστηκε ότι αρμοδιότητα έχουν να δικάσουν οι ελληνικές δικαστικές αρχές και όχι οι ιταλικές.
Πάντως, κάποιοι συγγενείς που έχασαν τους ανθρώπους τους προχώρησαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την πλοιοκτήτρια και έλαβαν αποζημιώσεις, ενώ άλλοι ακολούθησαν τη δικαστική οδό.
Ετσι, οι συγγενείς του οδηγού, δηλαδή η μητέρα, τα δύο παιδιά και τα δύο αδέλφια του, προσέφυγαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και ακολούθησε το Εφετείο Πειραιά. Και από τα δύο δικαστήρια δικαιώθηκαν. Οι δικαστές επιδίκασαν στην πλοιοκτήτρια εταιρεία να καταβάλει νομιμοτόκως από την ημέρα κατάθεσης της αγωγής τους, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν το ποσό των 100.000 ευρώ στη μητέρα, το ποσό των 100.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο παιδιά και από 40.000 ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο αδέλφια του (συνολικά 380.000 ευρώ).
Με την αγωγή τους οι συγγενείς ζητούσαν να τους καταβληθεί από 1.000.000 ευρώ στη μητέρα και τα δύο παιδιά και από 800.000 ευρώ στον καθένα από τα δύο αδέλφια (σύνολο 4,6 εκατ. ευρώ).
Οι συγγενείς στην αγωγή τους επικαλέσθηκαν ότι «από τις πόρτες πυρασφάλειας του πλοίου, η μία εξ αυτών δεν έκλεινε σωστά, κατά τη διάρκεια ελέγχου υδατοστεγανότητας στους χώρους του γκαράζ παρατηρήθηκε μικρή διαρροή από τη ράμπα που οδηγεί από το κύριο κατάστρωμα οχημάτων στο από κάτω κατάστρωμα, ενώ το επί του πλοίου πλάνο έρευνας διάσωσης δεν είχε εγκριθεί από το ΕΚΣΕΔ του Πειραιά».
Ισχυρίστηκαν επίσης ότι «κατά τον απόπλου το γκαράζ δεν παρέμεινε κλειστό, κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας, και στο γκαράζ του πλοίου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού παρέμεναν φορτηγά με αναμμένη μηχανή για να λειτουργούν τα ψυκτικά μηχανήματά τους, με την ανοχή του πλοιάρχου και κάθε άλλου υπευθύνου».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την αγωγή, «οι υπεύθυνοι του πλοίου έθεσαν εκτός λειτουργίας το σύστημα πυρανιχνεύσεως και αυτόματης πυροσβέσεως, με αποτέλεσμα να μη λειτουργήσει κατά τον χρόνο εκδηλώσεως της πυρκαγιάς, ενώ το πλήρωμα του πλοίου ήταν ανεπαρκές και ανεκπαίδευτο για να σβήσει τη φωτιά και να οργανώσει τη διάσωση των επιβατών».
Από την πλευρά του, «ο πλοίαρχος συναίνεσε στην υπερφόρτωση του πλοίου, επέτρεψε να παραμείνει ανοικτό το γκαράζ κατά τον απόπλου και την κυκλοφορία επιβατών σε αυτό και επέτρεψε σε οχήματα να θέτουν σε λειτουργία τις μηχανές τους», επίσης «απενεργοποίησε το σύστημα πυρανιχνεύσεως και πυροσβέσεως και δεν έθεσε σε λειτουργία τον συναγερμό εγκαταλείψεως του πλοίου, αλλά και δεν οργάνωσε έγκαιρα την εγκατάλειψη του πλοίου».
Σε άλλο σημείο αναφέρουν ότι «η φωτιά, οφείλεται αφενός στις ελλείψεις του πλοίου, οι οποίες ήταν γνωστές στις εταιρείες, αφετέρου στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστεθέντων οργάνων των εταιρειών και των βοηθών εκπληρώσεως αυτών και δη του πλοιάρχου, των λοιπών αξιωματούχων και του πληρώματος».
Στην έφεσή της η πλοιοκτήτρια εταιρεία επικαλέστηκε ότι οι εφέτες παραβίασαν διεθνείς Συμβάσεις (του Μόντρεαλ του 1999, της Βαρσοβίας και των Αθηνών της 13-12-1974), διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ενώ ισχυρίστηκε ακόμη ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε ήταν υπερβολικά μεγάλη.
«Αβάσιμοι λόγοι»
Ωστόσο, οι αρεοπαγίτες του Α1 Πολιτικού Τμήματος απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η εταιρεία, επισημαίνοντας ότι υπήρχε βαριά αμέλεια των υπεύθυνων υπαλλήλων (πλοιάρχου κ.λπ.).
Δεν παραλείπουν οι αρεοπαγίτες, να επισημάνουν ότι η αγωγή των συγγενών «κρίνεται ορισμένη, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφό της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν τις σχετικές αξιώσεις από την προκληθείσα σ’ αυτούς ψυχική οδύνη συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους που επέβαινε στο πλοίο, βάσει συμβάσεως διεθνούς μεταφοράς, εξαιτίας ναυτικού συμβάντος και δη πυρκαγιάς στο πλοίο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, που οφείλεται στις αναφερόμενες στην αγωγή υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της ενάγουσας (σ.σ.: εταιρείας) και των προστεθέντων προσώπων και βοηθών εκπληρώσεως για την εκτέλεση της μεταφοράς, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος».
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, το Εφετείο του Πειραιά δεν παραβίασε «τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13-12-1974, και των άρθρων 914, 932 του Αστικού Κώδικα» κ.ο.κ.
Ως προς τους ισχυρισμούς της εταιρείας ότι επιδικάστηκε υψηλή αποζημίωση, ο Αρειος Πάγος τους αντέκρουσε, υπογραμμίζοντας ότι το Εφετείο «δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερούν, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν είναι υπερβολικά».