Ο Πατρινός επιχειρηματίας, οι απότομες στροφές της ζωής του θρύλου της αυτοκίνησης και το βιβλίο Guinness

Λένε ότι η ζωή δεν έχει να κάνει με το πόσο γρήγορα τρέχεις ή με το πόσο ψηλά σκαρφαλώνεις, αλλά με το πόσο γρήγορα σηκώνεσαι όταν πέφτεις, φράση που ταιριάζει πολύ στον Αλέξανδρο Μανιατόπουλο, έναν παθιασμένο Πατρινό  επιχειρηματία που μεγαλούργησε στον χώρο του αυτοκινήτου, τόσο ως επιχειρηματίας όσο και ως οδηγός αγώνων, αφού έτρεξε 40 φορές στο Ράλλυ Ακρόπολις.

Η εν λόγω επίδοση χάρισε μια θέση στο Βιβλίο Γκίνες στον άνθρωπο που έφερε στην Ελλάδα την NSU, την BMW, τη Renault, την Porsche και τη Land Rover, εταιρείες που έχτισαν τον μύθο του επιτυχημένου εισαγωγέα.

Στην αυτοβιογραφία με τίτλο «Η ζωή μου στη λωρίδα προσπεράσματος» που θα κυκλοφορήσει λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ο «ΑλΜαν» -για τους φίλους του- ξεδιπλώνει με ειλικρίνεια στα 88 του χρόνια τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της ζωής του. Οι μνήμες του από τότε που ήταν παιδί, τα χρόνια στην Αγγλία, τα πρώτα βήματα, οι σημαντικές προσωπικές στιγμές, η καταξίωση στον χώρο, η πτώση, η φυγή στο εξωτερικό θα παρελάσουν μέσα από τις σελίδες του.

Αλέξανδρος Μανιατόπουλος: Οι απότομες στροφές της ζωής του θρύλου της αυτοκίνησης και το βιβλίο Guinness
Στο «Η ζωή μου στη λωρίδα προσπεράσματος» περιγράφει μια διαδρομή που ξεκίνησε από την Πάτρα και είναι γεμάτη από επιτυχίες, αποτυχίες και μια μετωπική σύγκρουση με το μυθιστορηματικό παρελθόν του

«Το πρώτο μου deal»

Η φωνή του Αλέξανδρου Μανιατόπουλου στο τηλέφωνο είναι σταθερή από την αρχή της κουβέντας μας για την αυτοβιογραφία του, την οποία έγραψε με το χέρι σε 900 σελίδες Α4. «Γεννήθηκα στις 10 Οκτωβρίου του 1937 στην Πάτρα από γονείς πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία. Εκεί έπαιξα ως παιδί, εκεί μεγάλωσα και στα 17 μου έφυγα για σπουδές στην Αγγλία», είναι οι πρώτες του λέξεις.

«Η δουλειά του πατέρα μου και του θείου μου ήταν η πώληση μοτοποδηλάτων και ποδηλάτων και από εκεί ξεκίνησα εγώ, αφού όταν άρχισα τη δική μου δουλειά και για περίπου έναν χρόνο δούλεψα με τα μοτοποδήλατα της εποχής εκείνης. Το πρώτο μου deal ήταν με την NSU και η συμφωνία ήταν να ξεκινήσουμε με τις μοτοσικλέτες. Η συγκεκριμένη ήταν μια μεγάλη γερμανική εταιρεία που μετά ξεκίνησε να κατασκευάζει και αυτοκίνητα, τα οποία έφερα αργότερα στην Ελλάδα».
Δεν θυμάται ποιο ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που είδε, αλλά, όπως μου τονίζει, «ερωτεύτηκα τα αυτοκίνητα στην Αγγλία, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν ήμουν φοιτητής και σπούδαζα Οικονομικά και Διεύθυνση Επιχειρήσεων.

Θυμάμαι ότι πήγαινα σε μια σχολή έξω από το Λονδίνο όπου μαθαίνεις να οδηγείς και οδηγούσα ένα Ford Escort, αλλά με το επιχειρείν στον χώρο του αυτοκινήτου ξεκίνησα το 1963 αντιπροσωπεύοντας την NSU. Το πρώτο μαγαζί ήταν στο Νο 55 της οδού Πατησίων απέναντι ακριβώς από το Μουσείο και οι πωλήσεις… πέταξαν γιατί εγώ έκανα διαφήμιση σε μια εποχή όπου οι αντιπροσωπείες δεν το συνήθιζαν, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησα να τρέχω σε αγώνες – κι αυτό έδωσε μια έξτρα ώθηση στη δουλειά».

Ράλι και οικογένεια

Τότε δεν φανταζόταν ότι θα καθόταν στη θέση του οδηγού 40 φορές για έναν αγώνα που θεωρείται από τους πιο δύσκολους και απαιτητικούς, με Ειδικές Διαδρομές που δεν συγχωρούν λάθη. «Το 1966 έτρεξα για πρώτη φορά στο Ράλλυ Ακρόπολις με συνοδηγό τον Νίκο Ζουντρούλη και παθιάστηκα με τον συγκεκριμένο αγώνα επειδή εκείνη την εποχή ήταν μαραθώνιος που διαρκούσε τέσσερις ημέρες και δύο νύχτες. Τότε έτρεχα με το όνομα Υψηλάντης και μετά με το όνομα Λεωνίδας για να τιμήσω τον πατέρα μου».

Το έπραξε και με το παραπάνω, ενώ έναν χρόνο αργότερα άφησε πίσω του την εργένικη ζωή και παντρεύτηκε για πρώτη φορά. «Εκανα οικογένεια στην ηλικία των 30 ετών. Παντρεύτηκα δύο φορές και απέκτησα τρία παιδιά, την Νταίζη και τον Λεωνίδα από τον πρώτο μου γάμο και τον Νίκο από τον δεύτερο». Δουλεύει πολύ, ψάχνεται για νέα deals και μετά την NSU έρχεται η σειρά για ένα πιο μεγάλο όνομα από τη Γαλλία, τη Renault, που ήταν άρρηκτα δεμένη μαζί του από το 1975 μέχρι το 2008.

Οπως συνήθιζε, με σκληρή δουλειά απογείωσε τις πωλήσεις της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας και, όπως μου επισημαίνει, «αυτό συνέβη με όποια μάρκα αντιπροσώπευσα. Για μένα ήταν ένα στοίχημα και με τις στρατηγικές μάρκετινγκ που ακολούθησα έκανα αυτό που έπρεπε για κάθε μάρκα, με σεβασμό στο σήμα που είχα πάρει. Μάλιστα υπήρχαν διαφορετικές εταιρείες για κάθε brand λειτουργώντας ανταγωνιστικά – με δικά της στελέχη η καθεμία. Εγώ ήμουν από πάνω και φρόντιζα όλα να λειτουργούν όσο καλύτερα γίνεται».

Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στην επιχειρηματική του δράση και όταν τον ρωτάω αν έκανε λάθη στη μυθιστορηματική διαδρομή του στο επιχειρείν, γελάει αυθόρμητα: «Ασφαλώς και έκανα λάθη, κυρίως επειδή πίστεψα σε υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν ποτέ. Με τη Renault έκανα το μεγαλύτερο λάθος γιατί με τις άλλες μάρκες χωρίσαμε φιλικά, αφού αποφάσισαν να κάνουν τη δική τους οργάνωση σε όλη την Ευρώπη».

Οι Γάλλοι και η κρίση

Ακόμη και σήμερα δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό που συνέβη με τη Renault πριν από 17 χρόνια, αφού όταν έχασε την αντιπροσωπεία ήρθε η πτώση και στη συνέχεια οι συνέπειές της: «Με τους Γάλλους δεν φαντάστηκα ποτέ ότι επαγγελματίες θα φέρονταν σε μένα με τον τρόπο που φέρθηκαν κι ενώ άλλα συμφωνήσαμε άλλα κάνανε. Από δικές τους μωροφιλοδοξίες βρέθηκα εκτεθειμένος και έτσι πήρα στον λαιμό μου τη MAVA, ενώ εγώ έχασα τα πάντα και η απώλεια της Renault υπό τις συνθήκες που έγινε δημιούργησε ένα ντόμινο».

Οι εξελίξεις έρχονται με ταχύτητα και ο Μανιατόπουλος προσπαθεί να σώσει την κατάσταση, η οποία όμως αποδεικνύεται μη αναστρέψιμη. «Το συγκεκριμένο ντόμινο είχε συνέπεια να καταστραφούν δώδεκα εταιρείες το 2008, λίγο πριν από την κρίση, ενώ όταν αυτή αφίχθη, επήλθε η ολική καταστροφή: οι τράπεζες δέσμευσαν τους λογαριασμούς και φτάσαμε στην κατάρρευση».

Κάποιες εταιρείες τις οποίες δεν τρέχει ο ίδιος σώζονται για κάποιο διάστημα. «Οι μόνες εταιρείες που ήταν οικογενειακές κατά κάποιον τρόπο και έμειναν αλώβητες ήταν η Porsche και η Land Rover, αλλά δυστυχώς χάθηκαν μετά λόγω κακής διαχείρισης από αυτούς που ήταν στο τιμόνι τους και έτσι βρεθήκαμε σε τρομερά δύσκολη οικονομική κατάσταση».

Τον ρωτάω αν με τη λέξη «διαχειριστές» εννοεί τα δύο παιδιά του, την Νταίζη και τον Λεωνίδα, και μου απαντάει ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης: «Ναι, και ξέρετε κάτι; Θέλησαν να ανεξαρτητοποιηθούν την πιο δύσκολη στιγμή, ενώ κατά την ταπεινή γνώμη μου δεν είχαν εμπειρία από διαχείριση κρίσεων, αλλά δεν πειράζει. Πλέον τα έχω αφήσει πίσω μου αυτά».

Οσο για το γεγονός ότι το όνομα της κόρης του Νταίζης ήταν συνδεδεμένο με την Porsche εκείνη την περίοδο, τα λόγια του αντικατοπτρίζουν τη δική του αλήθεια χωρίς διάθεση κριτικής: «Λυπάμαι που θα το πω αυτή τη στιγμή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είχε καμία ουσιαστική συμμετοχή στην εταιρεία».

Η ζωή μετά

Η πτώση είχε ως συνέπεια να χαθούν εμβληματικά ακίνητα όπως αυτό της MAVA στη Νέα Φιλαδέλφεια, το κτίριο που στέγαζε την Porsche στη Μεταμόρφωση και άλλα στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και την Κρήτη. Ο ίδιος δεν μένει πλέον στην Αθήνα, αλλά στο Φραγκολίμανο Κορινθίας, το οποίο ανακάλυψε το 1970, όταν δύο φίλοι και συνεργάτες τον πήραν μαζί τους για να ψαρέψουν.

«Εμένα δεν μου αρέσει το ψάρεμα, αλλά μου άρεσε η περιοχή, και έτσι αγόρασα ένα κτήμα, το οποίο ξέχασα μετά με τις δουλειές και όταν το θυμήθηκα, χτίσαμε κάποιες κατοικίες χωρίς να φαντάζομαι ότι θα γίνει το αγαπημένο μου μέρος. Εκεί έβρισκα παρηγοριά κατά καιρούς, αλλά τα τελευταία έξι χρόνια κατοικώ πλέον μόνιμα».

Τον ρωτάω αν του λείπει η Αθήνα και είναι απόλυτος: «Δεν θέλω την Αθήνα με τίποτε. Κατ’ αρχάς από το 2011 και μετά ζούσα στο εξωτερικό μέχρι το 2019 γιατί έπρεπε να κάνω κάτι ώστε να βιοποριστώ. Ξεκίνησα πρώτα στην Κύπρο για δύο χρόνια και ακολούθησε η Γερμανία, όπου μαζί με άλλους δύο εργάστηκα σε μια συμβουλευτική εταιρεία, ενώ τελευταίος μου επαγγελματικός σταθμός ήταν η Ζυρίχη. Από τη στιγμή που επέστρεψα μένω στο Φραγκολίμανο και όταν αναγκάζομαι να έρθω στην Αθήνα, δεν βλέπω την ώρα να φύγω».

Αντίθετα με τη φυγή από την πρωτεύουσα, δεν ήθελε να τελειώσει το Ράλλυ Ακρόπολις που σημάδεψε τη ζωή του ποικιλοτρόπως. Οταν λοιπόν τον ρωτάω να θυμηθεί την πιο έντονη στιγμή, μου λέει με ειλικρίνεια: «Θα σας ξαφνιάσω, αλλά θυμάμαι όλα τα ράλι μέχρι το 1994 και μπορώ να σας τα περιγράψω ένα-ένα. Ομως, πιστέψτε με, οι πιο αξέχαστες στιγμές είναι αυτές που δεν τερματίσαμε στον αγώνα». Μία από αυτές ήταν στην Ειδική Διαδρομή του Πάρνωνα που κατέληγε στο Αστρος Κυνουρίας.

Αλέξανδρος Μανιατόπουλος: Οι απότομες στροφές της ζωής του θρύλου της αυτοκίνησης και το βιβλίο Guinness
Ως οδηγός αγώνων έτρεξε 40 φορές στο Ράλλυ Ακρόπολις. Εδώ ως «Λεωνίδας» με Ζενίθ – Πόρσε

Η ρόδα που έφυγε!

«Θυμάμαι ότι το 1968 τρέχαμε με τον Νίκο Ζουντρούλη. Τότε το Ακρόπολις ξεκινούσε από την Αθήνα, πήγαινε Στερεά Ελλάδα, ενώ έφτανε μέχρι πάνω στις Σέρρες, στη Βέροια και τα Γιάννενα. Από εκεί γύριζε πίσω στην Πελοπόννησο, πέρναγε από την Πάτρα και μέσω Αργους κατέληγε στην Αθήνα». Ο αγώνας είχε ξεκινήσει την Πέμπτη το απόγευμα και θα τερμάτιζε την Κυριακή το απόγευμα στην πρωτεύουσα.

«Εγώ μαζί με τον Ζουντρούλη και το NSU πηγαίναμε να τερματίσουμε τότε, και μάλιστα θα βγαίναμε πρώτοι, αλλά ξέρετε η μοίρα που παίζει διάφορα παιχνίδια μάς έπαιξε ένα όταν κατεβαίναμε την Ειδική στον Πάρνωνα, η οποία κατέληγε στο Αστρος Κυνουρίας. Ημασταν περίπου στη μέση της διαδρομής, όταν ο πίσω αριστερός τροχός έφυγε, πέρασε δίπλα μου και έπεσε σε έναν γκρεμό, αφού πρώτα πέρασε δίπλα και από ένα λεωφορείο με μαθητές που είχαν πάει εκδρομή».

Ηταν τέλη Μαΐου και όταν οι δύο άνδρες κατεβαίνουν, διαπιστώνουν ότι ο τροχός είχε φύγει μαζί με το ταμπούρο. «Δύο ήταν οι επιλογές μας: ή έπρεπε να τον βρούμε ή τελειώναμε από τον αγώνα. Ο Νίκος άρχισε να κατεβαίνει μέσα σε μια κατάφυτη και άγρια ρεματιά και τον έχασα, ενώ μίλησα για λίγο με τους μαθητές που ήρθαν να δουν τι έχει συμβεί». Η ώρα περνάει, με τον Μανιατόπουλο να φωνάζει τον συνοδηγό του, αλλά να μην παίρνει απάντηση.

«Αρχισα να κατεβαίνω κι εγώ και κάποια στιγμή τον βλέπω να ανεβαίνει κουβαλώντας το λάστιχο στον ώμο του, οπότε πήγα αμέσως δίπλα του για να τον βοηθήσω να ανέβουμε και του λέω ότι παλεύει μάταια γιατί ήμασταν πλέον εκτός χρόνου». Ο Ζουντρούλης τον αγνοεί και όταν φτάνουν πάνω τοποθετεί τον τροχό, μπαίνει στη θέση του οδηγού και λέει στον επιχειρηματία τη λέξη «πάμε», κάτι που είναι αρκετό για τον Μανιατόπουλο, και έτσι το δίδυμο φτάνει τελικά στο Αστρος τελευταίο στην κατάταξη.

«Το βιβλίο», μου λέει λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, «θα έχει πολλές ιστορίες από το Ακρόπολις, θα κυκλοφορήσει λίγο πριν από τις γιορτές και σε αυτό γράφω για ανθρώπους, συνεργάτες και στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή και την επιχειρηματική μου πορεία. Οπως μου λένε κάποιοι φίλοι χαριτολογώντας, εγώ προσπέρασα ακόμη και τον εαυτό μου».

Σχετικά Άρθρα